ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ

Σύμφωνα με τη θεωρία και την πρακτική του κηρύγματος το πρόσωπο είναι το κάτοπτρο του ρήτορα. Στην εικόνα: έκφραση χαράς, σύμφωνα με τις οδηγίες του Νεόφυτου Βάμβα. Αναπαράσταση: Αριστείδης Ζάγκλης

Σύμφωνα με τη θεωρία και την πρακτική του κηρύγματος το πρόσωπο είναι το κάτοπτρο του ρήτορα. Στην εικόνα: σωματική έκφραση χαράς, σύμφωνα με τις οδηγίες του Νεόφυτου Βάμβα. Αναπαράσταση: Αριστείδης Ζάγκλης (από την εικονογράφηση του βιβλίου Το κήρυγμα ως performance).

Ιωσήφ Βιβιλάκη, Το κήρυγμα ως performance: Εκκλησιαστική ρητορική και θεατρική τέχνη μετά το Βυζάντιο, Αθήνα, εκδ. Αρμός 2013, σελ. 516

Είναι αλήθεια ότι διαβάζοντας μια μελέτη 500 σελίδων πλούσια νοημάτων, θεμάτων και προβληματισμού και με χαρακτήρα διεπιστημονικό, δυσκολεύτηκα πολύ να αποφασίσω σε τι θα εστίαζα στην παρούσα βιβλιοκρισία. Από πού να αρχίσω, πώς να προσεγγίσω και πώς να παρουσιάσω με λίγες σχετικά λέξεις ένα έργο τόσο πλούσιο και με τόσες πτυχές, ώστε να μην το αδικήσω; Τι μπορεί κάποιος να πει για το έργο του καθηγητή Ιωσήφ Βιβιλάκη όπου διαπλέκονται και δημιουργικά διαλέγονται η θεολογία με την ποιητική και τις λογοτεχνικές θεωρίες, η ιστορία της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής λογοτεχνίας με τα σύγχρονα αιτήματα των ανθρώπων και μάλιστα των μελών του εκκλησιαστικού πληρώματος, η χριστιανική παράδοση με το κήρυγμα και τις φεμινιστικές θεωρίες;

Με δεδομένο λοιπόν ότι η ανά χείρας μελέτη είναι πολυεπίπεδη, αποφάσισα να την προσεγγίσω ως performance, δηλαδή να ασχοληθώ με την παραστατικότητά της, και να θέσω ως άξονες της παρουσίασης μου δύο γενικά ερωτήματα. Αρχικά θέτω το ερώτημα: τι επιτελεί αυτή η μελέτη; Στη συνέχεια θέτω το ερώτημα: υπάρχει λοιπόν μια χριστιανική ποιητική του κηρύγματος έξω από την ιστορία και ερήμην των χριστιανικών κοινοτήτων;

Ξεκινάω με το πρώτο ερώτημα: τι επιτελεί αυτή η μελέτη όπου παρουσιάζονται, συνυπάρχουν και διαλέγονται ο Τσέχωφ, η Κέιν, ο Φλωρόφσκυ, ο Μηνιάτης, ο Δαπόντε, ο Μέγας Βασίλειος, ο Austin, ο Carlson, o Αριστοτέλης, η Ρούλα Πατεράκη και πολλοί άλλοι;

Σύμφωνα με τη θεωρία των ομιλιακών ενεργημάτων του John Searle ολόκληρη η γλώσσα έχει μια επιτελεστική πτυχή. Η επιτελεστική προσέγγιση του Searle στη γλώσσα εξετάζει το συγκεκριμένο πλαίσιο του ομιλιακού ενεργήματος, την πρόθεση του δράστη και την πραγματική επίδραση του ενεργήματος σε αυτούς που είναι παρόντες. Μια θεωρία για τη γλώσσα, σύμφωνα με τον Searle, είναι μέρος μιας θεωρίας για τη δράση, απλώς επειδή η ομιλία αποτελεί μια μορφή συμπεριφοράς που διέπεται από κανόνες. Εξετάζοντας ολόκληρη τη μελέτη ως ένα ενέργημα, θα έλεγα ότι διέπεται από τους κανόνες της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ως παράσταση (performance) ακαδημαϊκής συγγραφής το έργο είναι δομημένο ανάλογα, ακολουθώντας τις ακαδημαϊκές συμβάσεις. Στην εισαγωγή συζητείται στο πλαίσιο της χριστιανικής παράδοσης η ταυτότητα του κηρύγματος, το οποίο είναι και το κεντρικό θέμα της μελέτης. Στο πρώτο μέρος, αναπτύσσεται η ιδέα της θεατρικότητας του κηρύγματος και παρουσιάζονται τα κοινά σημεία μεταξύ θεατρικών κεμένων και κηρυγματικού λόγου. Ιδιαίτερο θεολογικό και όχι μόνο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση του μελετητή ότι σε μια παράδοση που φαίνεται δύσπιστη έναντι του θεάτρου, όπως η Ορθόδοξη, διατηρούνται έμμεσα στοιχεία θεατρικότητας στο κήρυγμα. Στο δεύτερο μέρος, το ενδιαφέρον εστιάζεται περαιτέρω στην παραστασιμότητα του κηρύγματος και γίνεται λόγος μεταξύ άλλων για την υπόκριση του ιεροκήρυκα, τον τόπο και τον χώρο του κηρύγματος. Στο τρίτο μέρος της μελέτης, ερευνάται η υπόθεση της γέννησης του αυτόνομου δράματος μέσα από το κήρυγμα με ιδιαίτερη αναφορά στα έργα του Δαπόντε. Το συγκεκριμένο μέρος αποτελεί ιδιαίτερη συμβολή στην ελληνική βιλιογραφία στο χώρο της ιστορίας του θεάτρου. Ο επίλογος αναδεικνύει τις βασικές θέσεις τις μελέτης. Το έργο συνοδεύεται από α) πλούσια ενημερωμένη πρόσφατη σχετική βιβλιογραφία, β) από ευρετήριο ονομάτων και εννοιών που διευκολύνουν τον αναγνώστη και γ) στο επίμετρο ο συγγραφέας δημοσιεύει για πρώτη φορά δύο κηρυγματικά δράματα του Δαπόντε.

Δανείζομαι εν συνεχεία τη σκέψη του Wolfang Iser, ο οποίος θεωρεί ότι ένα κείμενο αποτελείται από επιτελεστικές εκφορές με ελλεκτική δύναμη, δηλαδή από εκφορές που παράγουν μια πράξη. Υποστηρίζω λοιπόν ότι το κείμενο του συγγραφέα της μελέτης κάνει μια επιλογή από μια ποικιλία συμβάσεων που βρίσκονται στον πραγματικό ακαδημαϊκό κόσμο. Ωστόσο, με τις επιλογές που κάνει αποπραγματοποιεί τις συμβάσεις συγγραφής που έχει επιλέξει και εδώ βρίσκεται η επιτελεστική λειτουργία της μελέτης του που την καθιστά ένα πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα για ένα ευρύ κοινό.

Θα φέρω δύο παραδείγματα, προκειμένου να δείξω με ποιον τρόπο ο κατά τα άλλα σχολαστικός και άοκνος ερευνητής λειτουργεί αποδομητικά προς το ίδιο του το κείμενο, ταράσσει τις συμβάσεις, εισάγει την κριτική θεώρηση των θεμάτων που τον απασχολούν αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις προσωπικές ευαισθησίες και αγωνίες του.

Το πρώτο παράδειγμα αντλείται από το πρώτο μέρος της μελέτης, όπου μιλώντας για τη δραματουργική αρχιτεκτονική του κηρύγματος, ο συγγραφέας εξηγεί πώς στο κήρυγμα περιλαμβάνονται σκηνές με πρόσωπα που μιλούν, τοπία εφιαλτικά ή αναψύξεως, όνειρα και φαντασιώσεις προσώπων, τα οποία βρίσκονται σε απόσταση από το κοινό και ο κήρυκας διερμηνεύει τα συναισθήματά τους (σελ. 116). Ο μελετητής γράφει «Φίλοι, σύμμαχοι από τη μια πλευρά, εχθροί και αντίπαλοι από την άλλη, καθορίζουν το πλαίσιο του κηρύγματος. … Η έννοια του πολέμου, ορατού και αοράτου, είναι τόσο έντονη σε κάθε ομιλία που έχει διασωθεί, ώστε το κήρυγμα να αναδεικνύεται σε θέατρο του αγώνα του ανθρώπου προς την τελείωσή του και ο ιεροκήρυκας το δραματικό πρόσωπο που στρατεύεται σε σύγκρουση με τον κόσμο της αμαρτίας» (σελ. 118). Εκεί λοιπόν που ο μελετητής μιλάει για τον άνθρωπο που αγωνίζεται στο πλαίσιο του κηρύγματος ως στρατιώτης Χριστού ενάντια στο δαιμονικό στοιχείο του κόσμου, εισάγει ένα στοιχείο έκπληξης και ανατροπής, πιο συγκεκριμένα μια αναφορά στην αγγλίδα θεατρική συγγραφέα Σάρα Κέιν (1971-1999), η οποία δημιουργεί στα έργα της φρικιαστικές σκηνές πόνου. Ο συγγραφέας εξηγεί: «Στο έργο της Καθαροί πια, σε μια πανεπιστημιούπολη ο Τίνκερ βασανίζει και ακρωτηριάζει ανθρώπινα μέλη για να ικανοποιηθεί. Στο παιχνίδι του τρόμου εντάσσει δραματουργό, ηθοποιό και κοινό, ώστε η καταβύθιση στην κόλαση με τη φαντασία να είναι ένας τρόπος ώστε ‘να αποφύγουμε να πάμε εκεί στην πραγματικότητα’, θα ισχυριστεί η Κέιν. Η θέση της μας φέρνει κοντά στη διδακτική της βίας, προσφιλή μέθοδο των χριστιανών ιεροκηρύκων, που συναντούμε και στη μεσαιωνική δραματουργία, σε έργα για αγίους και σε κύκλους για τα Πάθη του Χριστού, αλλά και στο ελισαβετιανό θέατρο» (σελ. 118-119). Αφού λοιπόν καταδεικνύει ο συγγραφέας την ομοιότητα μεταξύ των έργων της Κέιν και των κηρυγμάτων στο επίπεδο της διδακτικής της βίας, τελειώνει με έναν παραλληλισμό που υπαινίσσεται πολλά: «Ο λόγος [του ιεροκήρυκα] φτάνει συχνά τη νατουραλιστική λεπτομέρεια για να υπηρετήσει έναν παρόμοιο σκοπό με αυτόν της Κέιν: ο άνθρωπος θα διδαχτεί για να μπορέσει να αλλάξει μέσα από τη μνήμη του παρελθόντος και από την ανάμνηση του μέλλοντος». Τι εξυπηρετεί όμως εν τέλει αυτός ο ανατρεπτικός παραλληλισμός; Μήπως, αναρωτιέται η αναγνώστρια, τελικά και τα θεατρικά έργα της Κέιν έχουν κηρυγματική δύναμη και άρα τόση θεολογική σημασία όση έχει και μια εκκλησιαστική ομιλία;

Το δεύτερο παράδειγμα αντλείται από το δεύτερο μέρος όπου ο συγγραφέας μιλάει για την παραστασιμότητα του κηρύγματος και φτάνει και στο θέμα της ανδρικής εικόνας του ιεροκήρυκα. Εκεί λοιπόν που εξηγεί για τη θέση της γυναίκας στην εκκλησία και παρουσιάζει τις απόψεις που υπάρχουν διεθνώς για τον ρόλο των γυναικών στη δημόσια διδασκαλία και στο κήρυγμα όλων των χριστιανικών εκκλησιών, διευρύνει τον προβληματισμό και γράφει: «Η γυναίκα μπορεί να διδάσκει σε χώρους έξω από τον ναό πρώτα απ’όλα με το προσωπικό βίωμα αλλά και με το λόγο που διατυπώνει σε προσωπικές συναντήσεις σε ιδιωτικές συναθροίσεις. Στο νου μου έρχεται μία σύγχρονη περίπτωση ασκήτριας στο κέντρο της Αθήνας, η αδελφή Γαβριηλία. Η γυναίκα αυτή ζούσε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα κάπου στα Πατήσια, δεχόταν κόσμο και συνομιλούσε μαζί του, μεταφέροντας το μήνυμα της χαράς και της αγάπης του Χριστού απλά και ταπεινά χωρίς το τυπικό λατρευτικό πλαίσιο, αλλά μέσα σε μία ατμόσφαιρα συνάντησης του άλλου. Μιλώντας από προσωπική εμπειρία θεωρώ πως η Γαβριηλία λειτουργούσε ως ιερή κήρυκας χωρίς να την ονομάζει κανείς έτσι» (σελ. 256). Με αφορμή τον προβληματισμό του συγγραφέα αναρωτιέται η αναγνώστρια: τελικά έχει σημασία αν αποδειχθεί ιστορικά ή όχι ότι οι γυναίκες κήρυτταν; Φαίνεται πως το θέμα είναι να ορίσουμε θεολογικά τι είναι κήρυγμα.

Ενώ λοιπόν η μελέτη ασχολείται με τις κωδικοποιημένες οδηγίες για το κήρυγμα και γενικά την ποιητική του κηρύγματος, συμπεριλαμβάνει αποδομητικά στο κέντρο της μια διαφορετική κατανόηση του κηρύγματος που δεν εξαντλείται στις τεχνικές του κηρύγματος αλλά στο περιεχόμενο και την επιτελεστικότητά του.

Με αυτό το δεύτερο παράδειγμα έκπληξης και ανατροπής από το έργο του Βιβιλάκη έχουμε ήδη περάσει στο δεύτερο ερώτημα που θέτω: Υπάρχει εν τέλει μια ποιητική του χριστιανικού κηρύγματος; Μόνο τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας εκφοράς κάνουν τον λόγο κήρυγμα; Συγκεκριμένες οδηγίες υπόκρισης καθιστούν κάποιον ικανό ιεροκήρυκα; Διαβάζοντας τη συγκεκριμένη μελέτη, ο αναγνώστης διευρύνει την απορητική διάθεσή του σχετικά με ουσιαστικά ερωτήματα όπως: τι είναι κήρυγμα, ποια πράξη καθίσταται κηρυγματική και ποιος θα ορίσει το κήρυγμα σήμερα;

Στο έργο του ο συγγραφέας υπαινίσσεται πολλά και με τις καίριες παρεμβολές του ανοίγει παράθυρα για νέες θεωρήσεις, για αναστοχασμό και σίγουρα για περαιτέρω έρευνα και θεολογική συζήτηση για το κήρυγμα και τις σύγχρονες μορφές που ήδη έχει και/ή που μπορεί να πάρει.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω πως η συγκεκριμένη μελέτη δεν αφορά μόνο τους ιστορικούς του θεάτρου και τους θεατρολόγους εν γένει, αλλά οφείλει να διαβαστεί και από θεολόγους που ασχολούνται με το κήρυγμα, την ομιλητική, τη λειτουργική, την ιεραποστολή και όλους εκείνους που ενδιαφέρονται για την παρουσία του θεολογικού λόγου στο δημόσιο χώρο. Επιπλέον, η μελέτη αποτελεί έξοχο δείγμα εκείνου του χώρου που διεθνώς ανθίζει στις ημέρες μας και ονομάζεται «πολιτισμικές σπουδές» καθώς προσεγγίζει το κήρυγμα ως πολιτισμικό επίτευγμα. Τέλος, η σαφήνεια και η ζωντάνια του λόγου τού συγγραφέα καθιστά το έργο του ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα και για ένα ευρύτερο κοινό που θα ενδιαφερόταν για αυτά τα θέματα.

Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου

Πηγή: Περιοδικό Θεολογία 2 (2014), σ. 396-399.

Σχολιάστε